- θεαρχικός
- -ή, -ό (AM θεαρχικός -ή, -όν) [θεαρχία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεαρχία, ο κατ' εξοχήν θείοςνεοελλ.αυτός που ασπάζεται τη θεαρχία ως πολίτευμα, ο θεοκρατικός.επίρρ...θεαρχικῶς (AM)με θεαρχικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.